λιπόβαρος

λιπόβαρος
λιπόβαρος, -η, -ο και λιποβαρής, -ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει βάρος λιγότερο από το κανονικό: Σ’ αυτό το εστιατόριο πάντα μας σερβίρουν λιπόβαρες μερίδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυρός — ή, ό 1. ο ελαττωμένος σε όγκο ή βάρος από εξάτμιση ή τριβή, αυτός που έχει φύρα (βλ. λ.), αυτός που έχει φυράνει, ο φυραμένος, ο λειψός, ο λιπόβαρος: Το σαπούνι όταν ξεραθεί γίνεται φυρό. 2. ο ζαρωμένος, αυτός που μάζεψε, που μπήκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”